
Αυτή φταίει για όλα σκέφτηκα. Εκείνη τη στιγμή άλλαξα γνώμη και προσπάθησα να την σταματήσω, να δω πως θα είναι η ζωή χωρίς αυτή, ακόμα και αν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς το χτύπο της και τα συναισθήματα της. Πήρα μια βαθιά ανάσα, έσφιξα τα μάτια περισσότερο και την κράτησα μέσα μου, σα να βουτούσα στα βάθη του ωκεανού, σαν εξερευνητής μιας άλλης ζωής, μακριά από όλα αυτά.
Την άκουσα να χτυπά δυνατά μέσα στα μηνίγγια μου. Ένιωσα τα πόδια μου να ριζώνουν στο έδαφος και τα χέρια μου να με τυλίγουν σαν κλαδιά έτοιμα να πετάξουν βλαστούς. Ο τυμπανιστός της ήχος άρχισε να γίνεται πιο αργός και σιγά-σιγά να απομακρύνεται γεμίζοντας με ελπίδες. Ίσως να κατάφερνα να κάνω αυτό που δεν έχει κάνει κανείς άλλος. Ποιος ξέρει; Μπορεί και να επιτύγχανα να της επιβληθώ. Ήθελα τόσο πολύ να το κάνω. Να της δώσω να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να κυριαρχεί επάνω μου όποτε αυτή θέλει. Δεν μπορούσε να χτυπά για όποιον και όποια ήθελε χωρίς να με ρωτά. Έπρεπε να της δώσω ένα μάθημα.
Ο χτύπος άρχισε να ελαττώνεται, μέχρι που σταμάτησα να τον ακούω. Μούδιασα ολόκληρος από συγκίνηση. Αυτό το άθλιο όργανο είχε πλέον μάθει ότι μπορούσα να ζήσω χωρίς να το έχω ανάγκη. Δεν χρειαζόταν πλέον να την κουβαλώ μαζί μου ανεξέλεγκτη. Θα την είχα δούλο υποτακτικό να με υπηρετεί και όχι να την υπηρετώ. Θα της έδινα εντολή πότε να χτυπά και πότε όχι. Για λίγο ένιωσα κυρίαρχος του κόσμου. Δεν είναι και λίγο πράγμα να υποτάξεις μια καρδιά. Όσοι έχουν προσπαθήσει να το κάνουν, το γνωρίζουν πολύ καλά.
Ήθελα να μείνω έτσι για πάντα, μέχρι που ο εγκλωβισμένος στα πνευμόνια μου αέρας άρχισε να δυσανασχετεί. Προσπαθούσε να βγει έξω με κάθε τρόπο. Ήταν λες και είχε συνωμοτήσει μαζί της για να μ’ εκδικηθεί.
Άνοιξα το στόμα μου και τον άφησα να δραπετεύσει βιαστικά, σπρώχνοντας νέο μέσα μου και ξανά το ίδιο και το ίδιο, σε μια διαδοχική κίνηση και βασανιστική προσπάθεια του σώματός μου να κρατηθεί στη ζωή.
Μια σωματική συνομωσία που δούλευε σε βάρος της νόησης μου, της ύπαρξης μου πέρα από αυτό. Η μύτη μου άνοιξε κι αυτή και άρχισε να με σαγηνεύει με το άρωμα μιας τριανταφυλλιάς. Τα μάτια μου συνωμότησαν μαζί της και άφησαν το βαθύ σκοτάδι πίσω τους, επιτρέποντας στο άπλετο ανοιξιάτικο φως να πλημμυρίσει τις αισθήσεις μου με εικόνες από τον καταγάλανο ουρανό και τις ανθισμένες αμυγδαλιές. Τ’ αυτιά μου τεντώθηκαν και άκουγαν μόνο τα κελαηδίσματα των πουλιών και τίποτα άλλο. Ήταν οι σειρήνες του Οδυσσέα που με κρατούσαν στη ζωή.
Εκείνη τη στιγμή άκουσα και πάλι την καρδιά μου να χτυπά ακόμα πιο γρήγορα και δυνατά, λες και ήθελε να υπερκαλύψει το χαμένο έδαφος της μικρής σιωπής που της επέβαλλα και ν’ ανοίξει σε όλο τον κόσμο, ν’ ανοίξει στη ζωή.
Θα έπαιρνα όρκο πως εκείνη την ώρα την άκουσα να γελά και να μου λέει με θράσος «αποδέξου το, χωρίς καρδιά δεν ζεις, απλά υπάρχεις…»
από Βασίλης Δημητριάδης