του Γιώργου Τελτζίδη
Τον είχε βρει μια φίλη μέσα σε μια σακούλα μαζί με τα αδέλφια του, ήταν ο μόνος που επέζησε από την μαλακία κάποιου. Πολύ θα ήθελα να βρω αυτόν τον μάγκα που έκλεισε 6 νεογέννητα γατάκια σε μια σακούλα και τα πέταξε σε ένα κάδο στην Τσαμαδού, πίσω από το Πολυτεχνείο.
Άνοιξα την πόρτα και βρήκα τον γάτο να παίζει με ένα πενηντάευρο. Το
είχε ανάμεσα στα χέρια του και ήταν έτοιμος να το ξεσκίσει, ήταν το
τελευταίο μου.
Τον τσάκωσα από το σβέρκο και τον σήκωσα ψιλά «Μικρέ ήρεμα, αν δεν ήταν αυτά τώρα μάλλον θα ήσουν τέζα»
Μου είχε ήδη κοστίσει 150 ευρώ σε γιατρούς και φάρμακα.
Γούρλωσε τα μάτια του και κοιτούσε το στόμα μου που ανοιγόκλεινε.
Δεν νομίζω να καταλάβαινε και πολλά ή απλά με έγραφε στα
αρχίδια του. Στα μικρά και γνουδωτα αρχίδια του.Τον τσάκωσα από το σβέρκο και τον σήκωσα ψιλά «Μικρέ ήρεμα, αν δεν ήταν αυτά τώρα μάλλον θα ήσουν τέζα»
Μου είχε ήδη κοστίσει 150 ευρώ σε γιατρούς και φάρμακα.
Γούρλωσε τα μάτια του και κοιτούσε το στόμα μου που ανοιγόκλεινε.
Δεν νομίζω να καταλάβαινε και πολλά ή απλά με έγραφε στα
Τον είχε βρει μια φίλη μέσα σε μια σακούλα μαζί με τα αδέλφια του, ήταν ο μόνος που επέζησε από την μαλακία κάποιου. Πολύ θα ήθελα να βρω αυτόν τον μάγκα που έκλεισε 6 νεογέννητα γατάκια σε μια σακούλα και τα πέταξε σε ένα κάδο στην Τσαμαδού, πίσω από το Πολυτεχνείο.
Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω αυτούς του μαλακές που σκοτώνουν και βασανίζουν τα ζώα.
Επί ένα χρόνο τάιζα μπροστά στο σπίτι μου 3 κουτάβια ώσπου γύρισα ένα βράδυ σπίτι και τα βρήκα όλα τέζα.
Δηλαδή κάποιος σηκώθηκε στις τρεις τα ξημερώματα, έβαλε τις γούνινες παντόφλες του, πήγε στην κουζίνα, έφτιαξε μια φόλα (όπως σκατά φτιάχνεται μια φόλα) κατέβηκε στο δρόμο, έψαξε τριγύρω με τα γεμάτο μίσος και απόγνωση μάτια του και αυτοβαπτίστηκε δολοφόνος.
Ύστερα μπήκε στο σπίτι του, ξάπλωσε δίπλα στην χοντρή γυναίκα του και ενώ η τηλεόραση σιγόπαιζε έναν αγώνα ποδοσφαίρου σε επανάληψη, συνέχισε την θλιβερή ζωή του σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Οι δρόμοι ήταν πια καθαροί και αύριο δεν θα ήταν η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής του αλλά μια ακόμη μέρα της ανούσιας ζωής του.
Σου είναι δύσκολο να φανταστείς πως αυτός ο τύπος υπήρξε κάποτε παιδί. Είμαι σίγουρος πως το ίδιο δύσκολο είναι να το πιστέψει και ο ίδιος.
Ένα παιδάκι με λαμπερά μάτια, σγουρά πυκνά μαλλιά, ένα ακόμα παιδάκι που δεν καταλαβαίνει τον κόσμο και τώρα που μεγάλωσε ακόμα δεν καταλαβαίνει και μέχρι να πεθάνει ποτέ δεν θα καταλάβει.
Ίσως ορισμένοι άνθρωποι κουβαλάνε υπερβολικά μαύρο στην ψυχή τους από γεννησιμιού τους.
Επί ένα χρόνο τάιζα μπροστά στο σπίτι μου 3 κουτάβια ώσπου γύρισα ένα βράδυ σπίτι και τα βρήκα όλα τέζα.
Δηλαδή κάποιος σηκώθηκε στις τρεις τα ξημερώματα, έβαλε τις γούνινες παντόφλες του, πήγε στην κουζίνα, έφτιαξε μια φόλα (όπως σκατά φτιάχνεται μια φόλα) κατέβηκε στο δρόμο, έψαξε τριγύρω με τα γεμάτο μίσος και απόγνωση μάτια του και αυτοβαπτίστηκε δολοφόνος.
Ύστερα μπήκε στο σπίτι του, ξάπλωσε δίπλα στην χοντρή γυναίκα του και ενώ η τηλεόραση σιγόπαιζε έναν αγώνα ποδοσφαίρου σε επανάληψη, συνέχισε την θλιβερή ζωή του σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Οι δρόμοι ήταν πια καθαροί και αύριο δεν θα ήταν η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής του αλλά μια ακόμη μέρα της ανούσιας ζωής του.
Σου είναι δύσκολο να φανταστείς πως αυτός ο τύπος υπήρξε κάποτε παιδί. Είμαι σίγουρος πως το ίδιο δύσκολο είναι να το πιστέψει και ο ίδιος.
Ένα παιδάκι με λαμπερά μάτια, σγουρά πυκνά μαλλιά, ένα ακόμα παιδάκι που δεν καταλαβαίνει τον κόσμο και τώρα που μεγάλωσε ακόμα δεν καταλαβαίνει και μέχρι να πεθάνει ποτέ δεν θα καταλάβει.
Ίσως ορισμένοι άνθρωποι κουβαλάνε υπερβολικά μαύρο στην ψυχή τους από γεννησιμιού τους.
Τον γάτο τον υιοθετήσαμε από κοινού με την γκόμενά μου αλλά εκείνη
την έκανε αφήνοντάς μου έναν τριθέσιο καναπέ, μερικούς φουσκωμένους
λογαριασμούς, ένα νοίκι που μετά βίας μπορώ να δίνω για να μην με
πετάξουν έξω και την ανατροφή ενός ασπρόμαυρου γάτου.
Θα ήθελα να αλλάξω σπίτι αλλά προς το παρόν μένω εδώ, τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί κάτι καλύτερο. Parallaxi Magazine